- εἰδωλοποιικός
- εἰδωλο-ποιικός, ή, όν,A of or for image-making, ἡ εἰ. (with or without τέχνη) Pl.Sph. 235b, 236c, al.II producing εἴδωλα (in the Epicurean sense),
σώματα Diog.Oen.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σώματα Diog.Oen.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειδωλοποιικός — εἰδωλοποιικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή εικόνων 2. αυτός που δημιουργεί είδωλα στα μάτια άλλων 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ εἰδωλοποιική η ειδωλοποιία … Dictionary of Greek
εἰδωλοποιικῆς — εἰδωλοποιικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιική — εἰδωλοποιικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιικήν — εἰδωλοποιικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιικώ — εἰδωλοποιικός of masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)